Bible-Server.org  
 
 
Praise the Lord, all ye nations      
Psalms 117:1       
 
enter keywords   match
 AND find keywords in

Home Page
Γέννεσις
Έξοδος
Λευιτικόν
Αριθμοί
Δευτερονόμιον
Ιησούς Του Ναυή
Κριταί
Ρουθ
Σαμουήλ Α'
Σαμουήλ Β'
Βασιλέων Α'
Βασιλέων Β'
Χρονικών Α'
Χρονικών Β'
Έσδρας
Νεεμία
Εσθήρ
Ιώβ
Ψαλμοί
Παροιμίαι
Εκκλησιαστής
Άσμα Ασμάτων
Ησαΐας
Ιερεμίας
Θρήνοι
Ιεζεκιήλ
Δανιήλ
Ωσηέ
Ιωήλ
Αμώς
Αβδιού
Ιωνάς
Μιχαίας
Ναούμ
Αββακούμ
Σοφονίας
Αγγαίος
Ζαχαρίας
Μαλαχίας
Κατά Ματθαίον
Κατά Μάρκον
Κατά Λουκάν
Κατά Ιωάννην
Πράξεις Των Αποστόλων
Προς Ρωμαίους
Προς Κορινθίους Α'
Προς Κορινθίους Β'
Προς Γαλάτας
Προς Εφεσίους
Προς Φιλιππησίους
Προς Κολοσσαείς
Προς Θεσσαλονικείς Α'
Προς Θεσσαλονικείς Β'
Προς Τιμόθεον Α'
Προς Τιμόθεον Β'
Προς Τίτον
Προς Φιλήμονα
Προς Εβραίους
Ιακώβου
Πέτρου Α'
Πέτρου Β'
Ιωάννου Α'
Ιωάννου Β'
Ιωάννου Γ'
Ιούδα
Αποκάλυψις
 
 

 
 
translate into
Κατά Ματθαίον Κεφ.14
 
1 Κατ' εκείνον τον καιρόν ήκουσεν Ηρώδης ο τετράρχης την φήμην του Ιησού
 
2 και είπε προς τους δούλους αυτού· Ούτος είναι Ιωάννης ο Βαπτιστής· αυτός ηγέρθη από των νεκρών, και διά τούτο ενεργούσιν αι δυνάμεις εν αυτώ.
 
3 Διότι ο Ηρώδης συλλαβών τον Ιωάννην έδεσεν αυτόν και έβαλεν εν φυλακή διά Ηρωδιάδα την γυναίκα Φιλίππου του αδελφού αυτού.
 
4 Διότι έλεγε προς αυτόν ο Ιωάννης· Δεν σοι είναι συγκεχωρημένον να έχης αυτήν.
 
5 Και θέλων να θανατώση αυτόν εφοβήθη τον όχλον, διότι είχον αυτόν ως προφήτην.
 
6 Ότε δε ετελούντο τα γενέθλια του Ηρώδου, εχόρευσεν η θυγάτηρ της Ηρωδιάδος εν τω μέσω και ήρεσεν εις τον Ηρώδην·
 
7 όθεν μεθ' όρκου ώμολόγησεν εις αυτήν να δώση ό,τι αν ζητήση.
 
8 Η δε, παρακινηθείσα υπό της μητρός αυτής, Δος μοι, λέγει, εδώ επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού.
 
9 Και ελυπήθη ο βασιλεύς, διά τους όρκους όμως και τους συγκαθημένους προσέταξε να δοθή,
 
10 και πέμψας απεκεφάλισε τον Ιωάννην εν τη φυλακή.
 
11 Και εφέρθη η κεφαλή αυτού επί πίνακι και εδόθη εις το κοράσιον, και έφερεν αυτήν προς την μητέρα αυτής.
 
12 Και προσελθόντες οι μαθηταί αυτού εσήκωσαν το σώμα και έθαψαν αυτό, και ελθόντες απήγγειλαν τούτο εις τον Ιησούν.
 
13 Και ακούσας ο Ιησούς ανεχώρησεν εκείθεν εν πλοίω εις έρημον τόπον κατ' ιδίαν· και ακούσαντες οι όχλοι ηκολούθησαν αυτόν πεζοί από των πόλεων.
 
14 Και ότε ο Ιησούς, είδε πολύν όχλον και εσπλαγχνίσθη δι' αυτούς και εθεράπευσε τους αρρώστους αυτών.
 
15 Ότε δε έγεινεν εσπέρα, προσήλθον προς αυτόν οι μαθηταί αυτού, λέγοντες· Έρημος είναι ο τόπος και η ώρα ήδη παρήλθεν· απόλυσον τους όχλους, διά να υπάγωσιν εις τας κώμας και αγοράσωσιν εις εαυτούς τροφάς.
 
16 Ο δε Ιησούς είπε προς αυτούς· Δεν έχουσι χρείαν να υπάγωσι· δότε εις αυτούς σεις να φάγωσιν.
 
17 Οι δε λέγουσι προς αυτόν· Δεν έχομεν εδώ ειμή πέντε άρτους και δύο οψάρια.
 
18 Ο δε είπε· Φέρετέ μοι αυτά εδώ.
 
19 Και προστάξας τους όχλους να καθήσωσιν επί τα χόρτα, και λαβών τους πέντε άρτους και τα δύο οψάρια, αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησε, και κόψας έδωκεν εις τους μαθητάς τους άρτους, οι δε μαθηταί εις τους όχλους.
 
20 Και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν, και εσήκωσαν το περίσσευμα των κλασμάτων, δώδεκα κοφίνους πλήρεις.
 
21 οι δε τρώγοντες ήσαν έως πεντακισχίλιοι άνδρες, εκτός γυναικών και παιδίων.
 
22 Και ευθύς ηνάγκασεν ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού να εμβώσιν εις το πλοίον και να υπάγωσι προ αυτού εις το πέραν, εωσού απολύση τους όχλους.
 
23 Και αφού απέλυσε τους όχλους, ανέβη εις το όρος κατ' ιδίαν διά να προσευχηθή. Και ότε έγεινεν εσπέρα, ήτο μόνος εκεί.
 
24 Το δε πλοίον ήτο ήδη εν τω μέσω της θαλάσσης, βασανιζόμενον υπό των κυμάτων· διότι ήτο εναντίος ο άνεμος.
 
25 Εν δε τη τετάρτη φυλακή της νυκτός υπήγε προς αυτούς ο Ιησούς, περιπατών επί την θάλασσαν.
 
26 Και ιδόντες αυτόν οι μαθηταί επί την θάλασσαν περιπατούντα, εταράχθησαν, λέγοντες ότι φάντασμα είναι, και από του φόβου έκραξαν.
 
27 Ευθύς δε ελάλησε προς αυτούς ο Ιησούς λέγων· Θαρσείτε, εγώ είμαι· μη φοβείσθε.
 
28 Αποκριθείς δε προς αυτόν ο Πέτρος είπε· Κύριε, εάν ήσαι συ, πρόσταξόν με να έλθω προς σε επί τα ύδατα.
 
29 Ο δε είπεν, Ελθέ. Και καταβάς από του πλοίου ο Πέτρος περιεπάτησεν επί τα ύδατα, διά να έλθη προς τον Ιησούν.
 
30 Βλέπων όμως τον άνεμον δυνατόν εφοβήθη, και αρχίσας να καταποντίζηται, έκραξε λέγων· Κύριε, σώσον με.
 
31 Και ευθύς ο Ιησούς εκτείνας την χείρα επίασεν αυτόν και λέγει προς αυτόν· Ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;
 
32 Και αφού εισήλθον εις το πλοίον, έπαυσεν ο άνεμος·
 
33 οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτόν, λέγοντες· Αληθώς Θεού Υιός είσαι.
 
34 Και διαπεράσαντες ήλθον εις την γην Γεννησαρέτ.
 
35 Και γνωρίσαντες αυτόν οι άνθρωποι του τόπου εκείνου, απέστειλαν εις όλην την περίχωρον εκείνην και έφεραν προς αυτόν πάντας τους πάσχοντας,
 
36 και παρεκάλουν αυτόν να εγγίσωσι μόνον το άκρον του ιματίου αυτού· και όσοι ήγγισαν ιατρεύθησαν.
 
 

  [ Prev ] 1 | 2 | 3 | 4 | 5 | 6 | 7 | 8 | 9 | 10 | 11 | 12 | 13 | 14 | 15 | 16 | 17 | 18 | 19 | 20 | 21 | 22 | 23 | 24 | 25 | 26 | 27 | 28 | [ Next ]